ἑστία A.Ch.49
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάνοιζυς — all unhappy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνοιζυς — υ, Α πάρα πολύ δυστυχής, αθλιότατος, δυστυχέστατος («ἰὼ πάνοιζυς ἑστία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀϊζύς «αθλιότητα, δυστυχία»] … Dictionary of Greek